- σέδο
- (Sedum). Γένος φυτών της οικογένειας των Κρασουλιδών. Είναι ποώδη φυτά ή χαμηλοί θάμνοι με παχιά και σαρκώδη φύλλα. Το σ. είναι μικρό χυμώδες φυτό που φυτρώνει στους τοίχους και τους βράχους και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ζωτικότητα. Ακόμα και όταν αρχίσει να ξεραίνεται, συνεχίζεται για πολύ καιρό ακόμα η ανάπτυξη του και η ωρίμανση των καρπών του. Τα άνθη του είναι κίτρινα, λευκά, κόκκινα ή σκούρα γαλάζια. Στην Ελλάδα φυτρώνουν 25 περίπου είδη, γνωστά ως αμάραντα, κοχυλόχαρτα, κουκκοστάφυλα και πετρόχορτα.
Σέδο το δασύφυλλο.
Σέδο το λευκάζον.
Dictionary of Greek. 2013.